- σκηνογραφικός
- -ή, -ό / σκηνογραφικός, -ή, -όν, ΝΑ [σκηνογράφος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκηνογραφία ή στον σκηνογράφοαρχ.1. θεατρικός2. φρ. «τὸ σκηνογραφικὸν τῆς ὀπτικῆς μέρος» — η προοπτική (Ανών. Μαθημ.).
Dictionary of Greek. 2013.